-
1 ἔφεδρος
A sitting or seated upon, c. gen., λεόντων ἔφεδρε, of Cybele, S.Ph. 401 (lyr.); (lyr.);γῆς ἔ. στρατός Id.Rh. 954
.2 ἔφεδρον, τό, firm seat, bench, Hp.Fract.8.3 ἔφεδρον, τό, = ἵππουρις, prob.in Dsc.4.46, Plin.HN26.133.II sitting by, at, or near, τῶν πηδαλίων, of a helmsman, Pl.Plt. 273e: also c.dat., (anap.):abs., ξύνεστιν ἔφεδρος lies close at hand, S.Aj. 610 (lyr.).2 posted in support or reserve, ἐφέδρους ἱππότας.. ἱππόταις ἔταξε posted horsemen to support horsemen, E.Ph. 1095, cf. Plb.8.31.6, Onos.21.6, al.3 lying by and watching, waiting on, τῶν καιρῶν, τοῖς καιροῖς, Plb.3.12.6, Fr. 160, cf. Call.Del. 125; ἔ. βίου waiting upon his life, i.e. for his death, Men.663; χαλεπώτατοι ἔ., of debtors in a city, Aen.Tact.14.1.4 the third competitor in contests, who sits by to fight the conqueror, Pi.N.4.96, E.Rh. 119, Ar. Ra. 792, cf. Luc.Herm.41 sq.;πρὸς βασιλέα τὸν μέγιστον ἔφεδρον ἀγωνιζόμεθα X.An.2.5.10
;καθάπερ ἔ. ἀθλητῇ Plu.Sull.29
;Κράσσος, ὃς ἔ. ἦν ἀμφοῖν Id.Caes.28
;ἔ. τοῦ ἀγῶνος Id.Pomp.53
; μόνος ὢν ἔφεδρος δισσοῖς, i.e. one against two, with no one to take his place if beaten, A.Ch. 866 (anap.).5 generally, one who waits to take another's place, a successor,ἔ. βασιλεύς Hdt.5.41
;ἔ. τινός Luc.Gall.9
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔφεδρος
См. также в других словарях:
έφεδρος — η, ο (Α ἔφεδρος, ον) αυτός που βρίσκεται σε αναμονή για να χρησιμοποιηθεί σε ώρα ανάγκης και ιδιαίτερα κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις, αυτός που βρίσκεται σε αναμονή για να σπεύσει για βοήθεια αν κινδυνεύσει κάποιο τμήμα τής πρώτης γραμμής, ο… … Dictionary of Greek